Κυριακή, Σεπτεμβρίου 23, 2007

Πληροφορίες και αναδημοσίευση.

Λοιπόν το συγκεκριμένο post θα είναι από την μέση και πέρα στην ουσία αναδημοσίευση του κειμένου που είχα γράψει στο post με όνομα "Συγκινητικό"... Τελικά το συγκεκριμένο κείμενο δεν ήταν του Λόρκα αλλά κάποιου επίσης σημαντικού ανθρώπου. Το κείμενο το είχε γράψει ο Gabriel García Márquez (Πατήστε το όνομα! Είναι link ρεεεεε...)... Το έγραψε ακριβώς πριν πεθάνει το οποίο έρχεται να συμπληρώσει και αυτά που έλεγα περί θανάτου στο αντίστοιχο post. Όλοι στο net και σε μπόλικα ιστιολόγια (blogs) όπως παρατήρησα το αναρτούν με μία κοινή εισαγωγή. Θα την βάλω κι εγώ αλλά μαζί με το υπόλοιπο κείμενο που θα το επανααναρτήσω πρώτα στα αγγλικά και μετά και στα ελληνικά γιατί θέλω να το βάλω όπως είναι αρχικά χωρισμένες οι γραμμές και οι παράγραφοι. Παρ' όλ' αυτά, πριν, θέλω να πω πως αυτό που λέει η εισαγωγή είναι πως το έγραψε άρρωστος, πριν πεθάνει. Αυτό όμως έχει αμφισβητηθεί όπως και η αυθεντικότητα του κειμένου όσο αναφορά τον συγγραφέα του. Οπότε αναρτώ και κάτι αντίστοιχο από ένα site (Ω, ναι... Το έψαξα πολύ...)

Gabriel Garcia Marquez's Final Farewell

During the summer of 1999 Gabriel Garcia Marquez, winner of the 1982 Nobel Prize for Literature and author of such classics as One Hundred Years of Solitude, was treated for lymphatic cancer. In the wake of that, there were persistent rumors about his failing health. On May 29, 2000 these rumors appeared to be confirmed when a poem that was signed with his name appeared in the Peruvian daily La Republica. The poem was titled "La Marioneta" or "The Puppet," and it was reportedly a farewell poem that Garcia Marquez had written and sent out to his closest friends on account of his worsening condition. The text of the poem, as well as the news of Garcia Marquez's worsening condition, quickly spread to other newspapers. On May 30 Mexico City dailies reproduced it. La Cronica ran a headline that read "Gabriel Garcia Marquez sings a song to life," and published the poem superimposed on a photo of the novelist on its front page. The poem was also read on many radio stations and spread quickly throughout the world via the internet. The poem itself was highly sentimental and full of cliches that one would not have normally expected from the great writer. For instance, the poem declared at one point the author's desire to "live in love with love." (the entire text of the poem, translated into English, is reproduced to the right). Nevertheless, many who read it were deeply moved by what they took to be the dying author's final message. For instance, one friend of Garcia Marquez, the Indian filmmaker Mrinal Sen, told the Hindustan Times that upon reading the poem he was flooded with memories from his 20 years of acquaintance with the author. However, it soon became clear that Garcia Marquez's condition had not worsened recently, and he had not written the poem credited to him. The poem turned out to be the work of an obscure Mexican ventriloquist named Johnny Welch. Welch had written the poem for his puppet sidekick "Mofles," but somehow his name had been replaced by the name of the Nobel Prize winning author. Welch admitted that he was not a great writer, but told Mexico's InfoRed radio station that he was nevertheless "feeling the disappointment of someone who has written something and is not getting credit." Garcia Marquez did not comment publicly on the poem. However, the week that the poem was published, a legitimate piece by him did appear in print. It was an essay on the Cuban castaway Elian Gonzales titled "Shipwreck on Dry Land."


Συγγνώμη για τα αγγλικά αλλά δεν την πάλευα να κάνω μετάφραση... Και ακολουθεί το κείμενο με τις διαχωρίσεις του...

A Farewell Letter
If for an instant God were to forget that I am rag doll and gifted me with a piece of life, possibly I wouldn't say all that I think, but rather I would think of all that I say. I would value things, not for their worth but for what they mean. I would sleep little, dream more, understanding that for each minute we close our eyes we lose sixty seconds of light.

I would walk when others hold back.
I would wake when others sleep.
I would listen when others talk,
and how I would enjoy a good chocolate ice cream!
If God were to give me a piece of life,
I would dress simply,
throw myself face first into the sun,
baring not only my body but also my soul.
My God, if I had a heart, I would write my hate on ice,
and wait for the sun to show.
Over the stars I would paint with a Van Gogh dream a Benedetti poem,
and a Serrat song would be the serenade I'd offer to the moon.
With my tears I would water roses,
to feel the pain of their thorns,
and the red kiss of their petals.

My God, if I had a piece of life...
I wouldn't let a single day pass without telling the people I love that I love them.
I would convince each woman and each man that they are my favorites,
and I would live in love with love.
I would show men how very wrong they are to think that they cease to be in love when they grow old,
not knowing that they grow old when they cease to love!
To a child I shall give wings,
but I shall let him learn to fly on his own.
I would teach the old that death does not come with old age,
but with forgetting.
So much have I learned from you, oh men...

I have learned that everyone wants to live on the peak of the mountain,
without knowing that real happiness is in how it is scaled.
I have learned that when a newborn child squeezes for the first time with his tiny fist his father's finger,
he has him trapped forever.
I have learned that a man has the right to look down on another only when he has to help the other get to his feet.
From you I have learned so many things,
but in truth they won't be of much use,
for when I keep them within this suitcase,
unhappily shall I be dying.


Και το ελληνικό...

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έχει αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή για λόγους υγείας: καρκίνος στους λεμφαδένες. Η κατάστασή του μοιάζει να επιδεινώνεται μέρα με τη μέρα. Η αποχαιρετιστήρια επιστολή που ακολουθεί εστάλη από τον συγγραφέα στους φίλους του :

Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια
και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι,
αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.


Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι αυτό που αξίζουν, αλλά γι αυτό που σημαίνουν.


Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε
τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν,
θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!


Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή,
θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα
αλλά και την ψυχή μου.


Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος.
Θα ζωγράφιζα μ ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι
κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη.
Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ αγκάθια τους
και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους...


Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή... Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα
χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε
άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.


Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται
όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται!
Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει.
Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη.
Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους...
Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι
η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά.
Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά,
το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.


Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει
να τον βοηθήσει να σηκωθεί.
Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας,
αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ,
γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.


Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι.
Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ έβλεπα να κοιμάσαι,
θα σ αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο
για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου.
Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ έβλεπα να βγαίνεις απ την πόρτα,
θα σ αγκάλιαζα και θα σού δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα.
Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου,
θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά.
Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ έβλεπα,
θα έλεγα σ'αγαπώ και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.


Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να
κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος
και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ΄θελα να σου πω πόσο σ αγαπώ
κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.


Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος.
Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς.
Γι αυτό μην περιμένεις άλλο,
κάν το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ,
θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο,
μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία.
Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι,
αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις συγνώμη,
συγχώρεσέ με, σε παρακαλώ, ευχαριστώ κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.


Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις.
Ζήτα απ τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις.
Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 15, 2007

Προσπαθώντας για ένα συγκινιτικό παραμύθι...

Ως συνέχεια στο προηγούμενο post θα δημοσιεύσω ένα παραμύθι που είχα γράψει κάποτε. Είναι αρκετά μικρού μεγέθους και αυτό είναι και καλό και κακό. Το περίεργο είναι ότι είναι λίγο σαπουνόπερα ενώ εγώ πάντα συνήθιζα να γράφω (γιατί συνήθιζα) άλλα είδη πεζού λόγου.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι που έμεναν σε μια ήσυχη πόλη. Τα δύο αυτά παιδιά μεγάλωναν μαζί και έτσι όταν έφτασαν στην εφηβεία τα συναισθήματά τους φούντωσαν και ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλο παράφορα.

Ο καιρός περνούσε και η σχέση των παιδιών παρέμενε η ίδια μέχρι που κάποια στιγμή ο ένας είχε συνηθίσει τον άλλο. Το κορίτσι μετά από κάποιο καιρό ξεχνώντας όλο το παρελθόν είχε αρχίσει να σκέφτεται να χωρίσει το αγόρι. Λοιπόν πήρε την απόφαση να του το πει.

Μίλησαν στο τηλέφωνο και χωρίς να του πει τίποτα απλά κανόνισαν να συναντηθούν εκεί που συναντιόντουσαν συνήθως. Στο δρόμο για να πάει εκεί, το κορίτσι έβλεπε όλα εκείνα τα γνώριμα μέρη που είχε περάσει τόσες στιγμές με το αγόρι... Οι σκέψεις της ήταν βαριές. Το σώμα της ήταν βαρύ. Οι χτύποι της καρδιάς της ήταν βαριοί. Αλλά εκείνη έκανε σαν να μην το καταλάβαινε και προχώρησε. Το γιατί δεν υπήρχε. Ένα πείσμα στον εαυτό της ήταν.

Πήγε λοιπόν και κάθισε στο βράχο αυτό που συνήθιζαν να κάθονται. Και περίμενε το αγόρι... Το αγόρι όμως παρότι ποτέ δεν αργούσε, εκείνη την μέρα, λες και ήξερε τι ήθελε να του πει το κορίτσι, δεν ερχόταν. Τα λεπτά περνούσαν και κάποια στιγμή έγιναν ώρα... Στο κινητό καμία αναπάντητη, τίποτα. Το κορίτσι, νευριασμένο, γύρισε σπίτι της. Έκανε διάφορα προσπαθώντας να μην σκέφτεται το πως και το γιατί δεν ήρθε το αγόρι. Ήταν εξαγριωμένη μαζί του. Και πάνω που είχε αρχίσει να σκέφτεται να μην τον χωρίσει... Τώρα δεν υπήρχε περίπτωση πλέον! Το βράδυ μάλιστα, έκλεισε το κινητό της ώστε αν τυχόν "εκείνος" να την έπαιρνε, να μην την έβρισκε. Την επόμενη μέρα και παρότι ήθελε να λέει στον εαυτό της πως δεν ήθελε, άνοιξε το κινητό. Κανένα σημάδι του. Πέρασαν άλλες δύο μέρες και τίποτα.

Την τρίτη, λοιπόν, μέρα, το κινητό της χτύπησε και ήταν αυτός. "Είμαι νευριασμένη" είπε στον εαυτό της και το έκλεισε. Αλλά όταν σε λίγο ξαναχτύπησε, το σήκωσε. Η φωνή που της μίλησε όμως ήταν αυτή της μητέρας του αγοριού. Τα νέα ήταν τραγικά...

Το αγόρι έπασχε εδώ και πολύ καιρό από μία σπάνια, επικίνδυνη και περίεργη αρρώστια. Εκείνη την ώρα βρισκόταν στο νοσοκομείο σε κόμμα, μετά από μία ξαφνική κρίση. Η μητέρα του την είχε πάρει τηλέφωνο γιατί όταν τον πήγαν στο νοσοκομείο βρήκαν πάνω του ένα γράμμα γι αυτή.

Η μητέρα με το κορίτσι συναντήθηκαν στο νοσοκομείο και της έδωσε το γράμμα. Το αγόρι δεν την άφησαν να το δει οι γιατροί. Πήγε λοιπόν σπίτι της και άνοιξε το γράμμα. Ήταν φανερό πως ποτέ δεν είχε τελειώσει. Το αγόρι ήξερε πολύ καλά για την κατάστασή του αλλά το γράμμα το είχε γράψει για να της πει κάποια πράγματα που φοβόταν μήπως και δεν προλάβει να πει. Πόσο την αγαπούσε κυρίως! Ακόμα άλλα πράγματα. Όλα καλά. Όλα θετικά. Το κορίτσι είχε αρχίσει να κλαίει. Αποφάσισε πως θα γύριζε στο νοσοκομείο και πως δεν θα άφηνε κανέναν γιατρό να την κρατήσει μακρυά από το αγόρι της. Ξεκίνησε λοιπόν να πάει με τα πόδια. Πήγαινε στο δρόμο κοιτώντας κάτω για να μην φαίνονται τα βουρκωμένα μάτια της. Αλλά όπως πήγε να περάσει ένα δρόμο κοιτώντας κάτω, δεν πρόσεξε ένα αυτοκίνητο που ερχόταν. Μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου (όπου πια η σύγκρουση φαινόταν αναπόφεκτη) πριν την χτυπήσει όμως, σαν να την είχε σπρώξει κάποιος, έχασε την ισορροπία της και έπεσε πίσω. Έτσι το αυτοκίνητο πέρασε από δίπλα της αλλά δεν την χτύπησε...


Εκείνη σχεδόν χωρίς να καταλάβει τι είχε γίνει, σηκώθηκε και προχώρησε. Σε λίγο έφτασε εκεί. Όλοι ήταν αναστατωμένοι. Κάτι είχε συμβεί. Η μητέρα του αγοριού της εξήγησε πως παρολίγο να τον είχαν χάσει (το αγόρι) λόγω μίας κρίσης αλλά τελικώς κατάφεραν και τον επανέφεραν και μάλιστα μετά από αυτό ήταν σε καλύτερη κατάσταση.


Τότε, χωρίς να μπορέσει κανείς να την σταματήσει, εκείνη όρμησε μέσα και τον είδε όπως ήταν ξαπλωμένος. Πήγε, στάθηκε από πάνω του και έβαλε το χέρι της στην καρδιά του. Χτυπούσε. Ένιωθε υπέροχα. Έσκυψε και του έδωσε ένα φιλί στα χείλη και όπως ανασηκωνόταν τον είδε να ανοίγει τα μάτια του (Σαν την ωραία κοιμωμένη αλλά με αντεστραμένους ρόλους, ένα πράγμα, για να κάνουμε και λίγη πλάκα).

Εκείνος με το που άνοιξε τα μάτια του, γεμάτος ζωή ανασηκώθηκε. Το πρώτο πράγμα το είπε στο κορίτσι. Της είπε: "Είσαι καλά!? Δεν σε χτύπησε εκείνο το αυτοκίνητο, ε?" Το αγόρι δεν πήγαν να το χάσουν. Το έχασαν για λίγο. Και σε εκείνο το λίγο εκείνος είχε γίνει ο φύλακας άγγελος της (του κοριτσιού).

Όταν όμως την έσωσε και την είδε να ζει, γύρισε πια ήσυχος και αποφάσισε να ζήσει για μην την αφήσει μόνη της. Και έτσι έζησαν αυτοί καλά και μαζί και ας μπορούσαμε κι εμείς έστω να τους φτάσουμε.

Ξαναλέω πως οι θρησκευτικές μου αντιλήψεις διαφέρουν λιγάκι αλλά αυτό δεν έχει σχέση. Το παραμύθι είναι 100% δικό μου! Χεχε... All rights are reserver... Ακούω σχόλια!

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 10, 2007

Συγκηνιτικό...

Εδώ και καιρό μία φίλη (κλικ εδώ για να την δείτε) μου είχε στείλει ένα έγγραφο και με έπρηζε να το διαβάσω και εγώ το είχα δει μεγάλο και βαριόμουν. Τελικά μία μέρα που δεν μπορούσα να το αποφύγω με έπεισε και κάθισα και το διάβασα. Πάντως μία φορά δεν το μετάνιωσα. Το κείμενο αν δε κάνω λάθος είναι του Λόρκα. Το αναρτώ ως έχει:

"Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ. Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι’ αυτό που αξίζουν, αλλά γι’ αυτό που σημαίνουν. Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα, όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα, όταν οι άλλοι κοιμόνταν. Θα άκουγα, όταν οι άλλοι μιλούσαν, και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα! Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου. Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα, μ’ ένα όνειρο του Βαν Γκογκ, πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι, κι ένα τραγούδι του Σεράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρυά μου τα τριαντάφυλλα, για να νιώσω τον πόνο από τα αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους... Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μια μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα. Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι τον θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας τους ανθρώπους. Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τόπο που κατεβαίνεις στην απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάκτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα. Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ’ αυτή τη βαλίτσα δυστυχώς θα πεθάνω. Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ’ αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο, για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να βγαίνεις από την πόρτα, θα σ’ αγκάλιαζα και θα σου έδινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά, για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα την φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που θα σ’ έβλεπα, θα έλεγα <<σ’ αγαπώ>> και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη. Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ήθελα να σου πω πόσο σ’ αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω. Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα, μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι’ αυτό μην περιμένεις άλλο, καν’ το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου καλά, βρες χρόνο για να τους πεις <<συγγνώμη>>,<<συγχώρεσε με>>, <<σε παρακαλώ>>, <<ευχαριστώ>>, κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις. Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα από τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα".

Βέβαια δεν συμμερίζομαι τις απόψεις του όσο αναφορά το θρησκευτικό κομμάτι αλλά δεν έχει να κάνει. Αυτό το κείμενο έχει να πει πολλά και θα έλεγα πως θα ήταν το καλύτερο πράγμα για να διδαχτεί στα σχολεία. Όχι γιατί είναι καλό κείμενο για ανάλυση αλλά για την αρχή μιας καλύτερης κοινωνίας... Προσωπικώς με συγκίνησε τρομερά. (Τελικά δεν είναι Λόρκα. Διαβάστε τα δύο παραπάνω Post για την συνέχεια και περετέρω πληροφορίες...)

Θάνατος - η έννοια...


Λοιπόν, σήμερα έχω τις κακές μου κι έτσι θα μιλήσω και για κάτι που οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν κακό... Και αυτό είναι τι άλλο παρά ο θάνατος. Τελικά εκείνη την μέρα που έγραψα την πρώτη γραμμή παραήμουν στις κακές μου και θεώρησα καλύτερο να μην αναλύσω το συγκεκριμένο θέμα μην πήγαινα μετά για ελεύθερη πτώση χωρίς αλεξίπτωτο (έτσι θα αυτοκτονούσα αν το αποφάσιζα ποτέ)... Βέβαια τώρα μου βγήκε περισσότερο σαν άρθρο με λιγότερο συναίσθημα αλλά εντάξει...

Λοιπόν θάνατος... Τι είναι ο θάνατος και τι μας συμβαίνει είτε την ίδια την στιγμή που τον βιώνουμε (όσο αυτό είναι δυνατό να ειπωθεί) είτε μετά. Η ανάγκη του ανθρώπου να εξηγήσει αυτό το θέμα που λόγω της έλλειψης γνώσεων πάντα τον τρόμαζε τόσο, τον έκανε και στράφηκε στην δημιουργία θρησκευτικών και άλλων παρόμοιων αντιλήψεων. Παρ' όλ' αυτά όλοι μας πονάμε όταν ο θάνατος αγγίζει κάτι που αγαπάμε πολύ και πραγματικά και άλλες φορές απλά συμπονούμε αν αυτό που άγγιξε είναι πιο μακρινό μας.
Σένιος - Δεν σε φοβάμαι

Άκουσα για σένα ότι συχνάζεις παντού, είσαι λένε αλήτης ενός κόσμου μακρινού, Είσαι κοντά μου, μ' ακουμπάς μα δεν μ' αγγίζεις, Γκρεμίζεις, χτίζεις και την ζωή μου σατιρίζεις, Έχεις μαύρη φορεσιά και το σκοτάδι συντροφιά, αφήνεις πίσω σου ομίχλη και φωτιά, δεν σε βλέπει κάνεις μα όλοι ξέρουν για σένα, κάπου κάπου σε θυμούνται κι έχουν μάτια κλαμένα, άλλοι φοβούνται να σε δουν, μα υπάρχουν κι άλλοι που γουστάρουν, στ' αρχίδια τους σε γράφουν κι από κάπου σαλτάρουν, μα πάλι χαίρεσαι που κάποιοι θα γλεντάνε στ' όνομά σου, παντού σιωπή, κάποιος θα κλαίει στην σκιά σου. Δεν σε λογάριασα πότε, με πέτυχες ξεχασμένο, μεθυσμένο, με την ζωή κολλημένο, μ' αυτή τη φορά δεν μ' έσωσε το φευγιό μου, ήρθε ο καιρός βλέπεις να πάρεις κάτι δικό μου, ένα φίλο παλιό κι αδερφικό η μπορεί κάποιον που μισούσα και κρατούσα μυστικό. Μ' άκου να δεις, εδώ τώρα που σ' αντικρίζω, όσο σκληρά κι αν μου φερθείς εγώ δεν δακρύζω, γι αυτό σε βρίζω, την μοναξιά μου γκρεμίζω, απ' το μηδέν ξαναρχίζω, την ζωή μου ορίζω.

Άκου με λίγο, δεν σε φοβάμαι, όπου και να 'σαι. Άκου με λίγο, δεν σε φοβάμαι, μη με λυπάσαι. Ακούμε λίγο, δεν σε φοβάμαι, και τραγουδάω. Άκου με λίγο, δεν σε φοβάμαι, όταν δακρύζω, γελάω.

Μα εμένα γούσταρες να στοιχιώνεις τα όνειρα μου, ήσουν σκιά μου σ' ένιωθα πάντα κοντά μου, μα τόσο μακρυά μου, αυτή τη νύχτα σε διώχνω, δεν θα σ' αρέσει που στη φωτιά θα σε σπρώχνω, σου τραγουδούσα να μην ξεχάσω, ο,τι δικό μου γεννιότανε φοβόμουνα μην χάσω, και να προφτάσω, απ' τα μαλλιά να το πιάσω, ίσως για πρώτη φορά λίγο ζωή να σε κεράσω. Μπορεί να μετανιώσεις, λίγο να ξενερώσεις, την περηφάνια σου για λίγο ίσως προδώσεις, μα ήρθε η σειρά μου, άπλωσες χέρι στην χαρά μου, δεν σε κράτησαν μακρυά τα φυλαχτά μου, είναι παράξενο ψυχή μου αυτό το βράδυ, ακούω παράξενες φωνές μεσ' στο σκοτάδι, βλέπω εικόνες παλιές που με φοβίζουν, πίκρες πολλές κι εφιάλτες μου θυμίζουν, μα δεν χαλιέμαι γιατί ξέρω πως θ' αντέξω, και το χρόνο απόψε θα μπερδέψω να μην με πάει σε αναμνήσεις που πονάνε, να γουστάρω τις στιγμές που όρθιο με κρατάνε κι όταν θα 'ρθει η σειρά μου μακρυά να πετάξω δεν θα λυγίσω στιγμή και θα φωνάξω...

Άκου με λίγο, δεν σε φοβάμαι, όπου και να 'σαι. Άκου με λίγο, δεν σε φοβάμαι, μη με λυπάσαι. Ακούμε λίγο, δεν σε φοβάμαι, και τραγουδάω. Άκου με λίγο, δεν σε φοβάμαι, όταν δακρύζω, γελάω.

Ο θάνατος δεν είναι παρά ένα μέρος της ζωής. Αυτό το ρητό το είχα βγάλει και το είχα κατατάξει στις θεωρίες ζωής μου από πολύ μικρή ηλικία. Αλλά ισχύει άραγε? Μάλλον. Μιας και όλοι μας κάποια στιγμή θα περάσουμε σε αυτό το στάδιο είναι κι αυτό ένα μέρος της ζωής. Χωρίς αυτόν, το δημογραφικό θα ήταν τόσο προφανές, που και άλλους πέντε πλανήτες να είχαμε δικούς μας να μην μας έφταναν για να χωρέσουμε όλοι.
Χωρίς αυτόν η χαρά θα δεχόταν μία μεγάλη υποτίμιση αφού δεν θα υπήρχε αυτή η βαθιά θλίψη του μη αντιστρεπτού ώστε να μας δίνει να καταλάβουμε την αξία της έστω κι όταν αυτή είναι σε μικρή ποσότητα.

Τώρα άλλοι βέβαια μπορεί να μην τον θεωρούν καν λύπη αφού από μόνοι τους τον επιλέγουν. Ή μπορεί να ξέρουν κάτι παραπάνω από εμένα. Ή μπορεί να τους αναγκάσει κάτι να τον επιβάλλουν στον εαυτό τους. Είναι μίζεροι? Είναι τρελοί? Είναι ψαγμένοι? Είναι πιο έξυπνοι από τους υπόλοιπους? Μήπως είναι κανονικοί? Μήπ
ως είναι απλά διαφορετικοί? Δεν ξέρω να απαντήσω αυτά τα ερωτήματα και όποιος και να απαντήσει δεν θα μπορεί να έχει αντικειμενική άποψη αφού πρέπει να ανήκει σε κάποιο στρατόπεδο. Σε αυτό των ζωντανών. Πάντως δεν είναι μάλλον τρελοί. Απλά κάτι μπορεί να σε ωθήσει. Κάτι που ανάλογα τον χαρακτήρα σου και τις ψυχικές σου δυνάμεις εκλαμβάνεις διαφορετικά. Ίσως κάτι το οποίο δεν βλέπουμε ή δεν κατανοούμε εμείς οι υπόλοιποι.
Τα φώτα που σβήνουν - Θησείο
Έστεκε στην άκρη του κενού
Έτριξαν τα βαγόνια σταματώντας Κι έφτυσαν τους επιβάτες βιαστικούς
Έριξε ένα βλέμμα προς τα πίσω Κι έκανε ένα σάλτο προς τα μπρος
Πέρασαν κάποιοι κι έφυγαν γελώντας Κι είπανε πως θα ‘τανε τρελός Κι άφησε το σώμα του να πέσει Και την ψυχή του σαν πεταλούδα να ανέβει. Μάζεψαν το άψυχο κορμί του Σκούπισαν το αίμα από παντού Δίπλα μου ένα κορίτσι όλο κλαίει Θα τον συναντούσε λέει στην άκρη του σταθμού
Πέρασα την ώρα μου κοιτώντας Στη γέφυρα στεκόμουν πάνω απ’το κενό
Μ’ έδειξαν κάποιοι κι έφυγαν γελώντας Κι όχι τους είπα, όχι δεν ήσουνα τρελός Που άφησες το σώμα σου να πέσει Και την ψυχή σου σαν πεταλούδα να ανέβει

Κάποτε είχα και ένα άλλο ρητό που έλεγε πως ο μόνος καλός φόνος είναι αυτός του ίδιου μας κακού εαυτού. Ίσως λοιπόν η αυτοκτονία ως μεταφορική έννοια να είναι και σωστή. Όχι δίνοντας τέλος σε όλη σου την ζωή (γιατί άλλο ένα ρητό μου έλεγε: "Αξίζει να ζεις ακόμα και αν η ζωή σου δεν είναι καλή, για τον λόγο ότι αισθάνεσαι. Ακόμα και αν αυτή η αίσθηση είναι η αίσθηση της λύπης. Γιατί κάποιος που έχει χάσει την γεύση του θα χαιρόταν αν κατάφερναι κάποια στιγμή να γευτεί κάτι, ακόμα και αν αυτό που γευόταν ήταν κάτι αηδιαστικό...") αλλά δίνοντας τέλος σε ότι κακό υπάρχει μέσα σου και σε κατατρώει.

Και μετά έρχονται διάφορα ερωτήματα που κάθε άνθρωπος μπορεί να
απαντήσει μόνο για τον εαυτό του. Πως να θέλει να πεθάνει ο καθένας μας? Εγώ θα επέλεγα την ελεύθερη πτώση χωρίς αλεξίπτωτο γιατί λατρεύω την αίσθηση του δυνατού αέρα γύρω μου. Κάποιος άλλος όμως που έχει υψοφοβία και μισεί τον αέρα δεν θα ήταν καθόλου χαρούμενος (το κατά δύναμη πάντα) με αυτόν τον τρόπο για να πεθάνει. Μπορεί να προτιμούσε από χάπια. Γερατιά. Πάνω στην μάχη για υστεροφημία. Πολλές πιθανότητες, πολλές επιλογές. Μεγάλα και μικρά ερωτήματα και για τον ίδιο τον θάνατο αλλά και για πράγματα γύρω από αυτόν.

Και επίσης ένα άλλο από τα μεγάλα ερωτήματα. Μήπως τελικά κάποιες φορές αξίζει σε κάποιον να του εκδικαστεί θάνατος. Είναι ποτέ ο θάνατος "καλός"
? Και αν ναι, είμαστε εμείς σε θέση να κρίνουμε κάτι τέτοιο όταν δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να κάνουμε μία αυτοκριτική? Έχουμε το δικαίωμα να πάρουμε μία ζωή εφόσον δεν μπορούμε να δώσουμε μία? Έχουμε το δικαίωμα να πάρουμε ακόμα και την δική μας ζωή όταν δεν μπορούμε να δώσουμε μία άλλη σε αντάλλαγμα? Γιατί με τη γέννηση ενός παιδιού τελικά εμείς ή κάποιος άλλος είναι αυτός που παράγει την ζωή? Δεν μπορώ και δεν θα απαντήσω.

Κλείνοντας, επειδή το κούρασα το θέμα, θέλω να ασχοληθώ με κάποιες από τις ίσως πιο εγωιστικές σκέψεις που έχω και που λογικά έχουν υπάρξει. Αν δεν αυτοκτονούσα, ο τρόπος με τον οποίο θα ήθελα να πεθάνω είναι, κάπου όταν πια θα έχω κάνει τα πάντα στην ζωή μου να ερχόταν με κάποιο, οποιοδήποτε, τρόπο η συντέλεια του κόσμου (της γης και της ανθρωπότητας δηλαδή) αλλά να το ξέραμε από μερικές, λίγες,
μέρες πριν. Κάπου τρεις. Επιλέγω αυτόν τον τρόπο γιατί έχω την αίσθηση ότι αυτός θα ήταν ο μόνος τρόπος να γίνουμε όλοι αληθινοί. Πραγματικοί. Αυτό που πραγματικά είμαστε. Αν ξέρεις ότι σε λίγες ώρες θα πεθάνεις και μαζί σου και άπαντες άλλοι δεν θα έχεις ταμπού. Δεν θα φοβάσαι μην σε σχολιάσουν. Δεν θα σε νοιάζει να συσωρέψεις λεφτά σε τράπεζες. Θα είναι επιτέλους όλοι ελεύθεροι. Ελεύθεροι από τον ίδιο τους τον εαυτό. Η εφαρμογή της αρχικής ουτοπικής θεωρίας της απόλυτης αναρχίας κατά κάποιο τρόπο. Γιατί πέραν λίγων, έχω την αίσθηση ότι οι υπόλοιποι (Εκτός από αυτούς τους κάποιους που θα αυτοκτονούσαν νωρίτερα... Γιατί θα υπήρχαν σίγουρα.) δεν θα έχαναν τον σεβασμό για τους τριγύρω. Άλλωστε, και στους τριγύρω τρεις μέρες θα έμεναν. Ας τις χαρούν τουλάχιστον αυτές. Μπορεί και να κάνω εντελώς λάθος. Δεν ξέρω. Και μάλλον δεν θα μάθω ποτέ. Αλλά περιμένω απόψεις. Σε όλα!
Βήτα Πεις -40 Ώρες


--Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας. Διακόπτουμε τη ροή του προγράμματος, για να σας μεταδώσουμε, ότι εντός 40 ωρών ο πλανήτης Γη θα έχει καταστραφεί, εξαιτίας βροχής κομητών,που θα πέσουν στο βόρειο ημισφαίριο της γης, αφανίζοντας κάθε ίχνος ζωής και ύλης, μετατρέποντας τα πάντα σε αστρική σκόνη. Τίποτα δεν μπορεί να αποφευχθεί. . . -- 40 ώρες απομένουν, τελική μορφή --πλανήτης υπό εξαφάνιση-- οσμές πανικού και φόβου πριν τη διάλυση, μένει ελάχιστος χρόνος ζωής, τι να κάνω ? Βιάζομαι, τρέχω, αναζητάω πολλά πριν πεθάνω. . . Ένα στενό σ αγαπώ με την οικογένεια. Βγαίνω Βεϊκου, ευχέρεια, καθυστέρηση δεν υπάρχει, ένα γλυκόπικρο φιλί στο μέτωπο έχει μείνει απ τα χείλια των γονιών που καταλήγει η ζωή μου τελικά ? Μόνος να τρέχω βιαστικά. . .Δρόμος νεκρός, οι νόμοι πέφτουν ριζικά, σε μια γωνιά, στον καφενέ, τα γερόντια την βρίσκουν λαϊκά, για τελευταία φορά φυσικά. Υπάρχει φόβος, άγχος, πόνος, σταρχιδισμός και θάρρος, η κοπελιά μακριά κι αυτό είν εις βάρος. . . Κοίτα τον πλανήτη που ζούμε είναι μεγάλος ! Κάνε κάτι να ζήσεις αυτές τις τελευταίες σου στιγμές !!! Κάποτε λέγαμε --γάμησε το χθες-- Κάποτε λέγαμε --ζήσε το σήμερα-- μάλλον σωστές οι διδαχές. . . Γυρνάω στα μέρη που έζησα τις παιδικές στιγμές. Τρέχει ο ιδρώτας σου ή κλαις ? Μέρη πανικόβλητα χωρίς μπατσικά κι εμπλοκές, κάποιοι το δέχτηκαν κι άλλοι ψάχνουν για συμβουλές. Μαζικές κραυγές, μάλλον ζητάν ζωές πολλές, τίποτα δεν γίνεται, ζήσε αυτό που θες. Θέλω να δω γνωστούς θέλω να γυρίσω μέρη ο θάνατος μυρίζει και προκλητικά ανεβαίνει. . . 30 ώρες η γη μας αργοπεθαίνει, είν' ανούσιο να ψάχνεις μια λύση που να συμφέρει.Κάπου ψηλά θέλω να καταλήξω, να δω, να νιώσω τη γαλήνη πριν οριστικά σβήσω, θέλω ν αγγίξω την κοπέλα μου, κρατάω σφιχτά τη γροθιά πάνω απ την καρδιά γι αυτή που αγαπώ πάντα μες την τρέλα μου. Χορεύει γύρω μου, σκέψεις και προς τους φίλους μου, θυμίζω τα όνειρα μας τελικώς μέσα απ τους στίχους μου. . . Το μόνο απίστευτο ? Ή που η αγάπη μας θυμάται τώρα που ο πλανήτης γίνεται σκόνη ? 25 ώρες ακόμη, απ το βουνό ψηλά έχω αράξει η κατάρα, δεν θα διστάσει, φτάνουν λίγες ώρες το μυαλό μου ταξιδεύει αιώνες πίσω, σκέφτομαι το γκρίζο και χαίρομαι που θα σβήσω 20 ώρες, στα ρολόγια οι δείκτες κινούνται σαν τους ανθρώπους, πανικόβλητοι, συντέλεια, κλάματα, αγκαλιές και φιλιά στην οικογένεια, άρωμα θανάτου στον πλανήτη κι οι νόμοι πεθαίνουν, τα χρονικά περιθώρια λιγοστεύουν,νιώθω στην καρδιά τ αγκάθι. . . Γαμώτο, τώρα ο λαός κατάφερε να δει αγάπη, να θυμηθεί πως υπάρχει μέσα του κάτι, νιώθω στα μάτια μου δάκρυ, ο φόβος έχει γίνει η αναπνοή μας, τώρα ο τρόμος ζωντανεύει στην ψυχή μας, οι θρησκείες πέθαναν, που χάθηκε ο θεός σας ? Δεν μένει καθόλου χρόνος για προσευχές έχει κολλήσει ο εγκέφαλός σας, παντού πέφτει σιωπή, ένας δένει στο λαιμό του σκοινί κι αυτοκτονεί, άλλος οπλίζει τ όπλο και πυροβολεί, δόξα πατρί, απέναντί μου τα μυαλά του χυμένα στο δάπεδο, χλωμή η φωνή μου. . . Μια ντουζίνα ώρες έχουνε μείνει για τη ζωή μου, στο τηλέφωνό μου λαμβάνω μήνυμα απ το μωρό μου, τελευταία συνάντηση παντού σημάδια πόνου, τέλος για το ανθρώπινο γένος, τώρα κανείς δεν είναι ξένος, ανοιχτές οι φυλακές να βγει κάθε σεσημασμένος, δεν υπάρχουν ενοχές, κυνήγι για φράγκα, μόνο πληγές κι απογοήτευση. Κάθε κυβέρνηση, συνάντηση με την αντιπολίτευση, αλάνια να τα πίνουνε με όργανα της τάξης, εχθροί να σου ζητάνε μαζί τους ν αράξεις. . . Γάμησέ τα, βρίσκω ένα μπουκάλι τεκίλα, καυτή Αθήνα, πόσο αγάπησα τον τρόπο που ζω, μαζί του θα χαθώ. . . 6 ώρες μόνο, τ αδέρφια πρέπει να δω όσους αγάπησαν τον Χρήστο.Για όσους έβαλα το χέρι στη φωτιά και πήρα ρίσκο, τελευταίο αντίο λόγια δεν βρίσκω, να πω κουβέντες για να δείξω σεβασμό σε κάθε δευτερόλεπτο που 'χω ζήσει, με πιάνει κρίση, αρχίζει να ενεργεί το μεθύσι. Νιώθω τη γη να θέλει να πανηγυρίσει για την άσχημη συμπεριφορά προς αυτή, από κεφάλια με πυρηνικά βέλη που την πληγώσανε, γιατύ ρε πούστη όλα να τελειώσουνε σε λίγο ? Φοβάμαι, αράζω μόνος μου, μια ματιά στα χέρια και τα μάτια μου κλείνω, σκύβω και πιάνω λίγο χώμα, κρατώ αυτό που πάτησα και μ έκανε να κρατηθώ, συνάντησα λοιπόν, αυτό που μόνο εγώ πιστεύω, αγγίζω τη μορφή του μ αγκαλιάζει και πεθαίνω. 5 ώρες μέχρι να χαθεί ο πλανήτης, αν υπάρχεις Θεέ μου μη μ εγκαταλείπεις, σου λέω αγγίξαμε τα όρια της φρίκης. . .Γάμησέ τα Πάρη τρέχα να ξεφύγεις. Λοιπόν, ξεκινάω απ το σπίτι, μετά από δυο μέρες ξενύχτι γυρνώ στο δρόμο σαν αγρίμι, κοιτάζω γύρω μου να δω τι έχει απομείνει, περπατώ μονάχος κι ο αέρας που ανασαίνω με πνίγει. Πανικόβλητος ο κόσμος κι όπου φύγει φύγει, διαφυγή δεν παίζει, η αυτοκτονία επείγει, καθώς περνάει ο χρόνος μόνο φόβος αιωρείται στην ατμόσφαιρα, τρομοκρατημένα όλα τα πρόσωπα. Βρέθηκα στη Βεϊκου, κομματιασμένος μαζί μ ένα μπουκάλι κρασί να μου κρατάει συντροφιά μέχρι το τέλος, δεδομένος ο αφανισμός για το ανθρώπινο γένος, διασυρμός. . . Ένας τρελός, ανοίγει μια βαλίτσα με λεφτά και τη φουντώνει, καθώς παίρνει φωτιά πέφτει στα γόνατα κι αρχίζει να γελά, μάλλον κατάλαβε ο χρόνος πως τελειώνει, Δυο ώρες πριν να γίνουμε όλοι σκόνη! Αράζω να φουμάρω ένα τσιγάρο, οι σκέψεις τρέχουνε με χίλια στο μυαλό, μάγκα κοντεύω να σαλτάρω, δεν ξέρω τι συμβαίνει προσπαθώ να με καλμάρω, μπροστά μου ακριβώς ένα ζευγάρι από γερόντια, κάθονται αγκαλιά και νοσταλγούνε τα παλιά. Πάω για τηλεφώνημα, πρέπει να ακούσω για τελευταία φορά, τη γυναίκα που μ έφερε στον κόσμο. Πραγματικά. . . Μια ώρα πριν να γίνουμε όλοι παρελθόν, μοιάζει ψέμα κρατάω το μυαλό μου άδειο, ζω για το παρόν, μοιάζει ψέμα γύρω μου φωνές, παιδικές κραυγές, προσπερνώ ακλόνητος, τρομαγμένες φάτσες μες στις γειτονιές. Δυστυχώς έφτασε η ώρα, σκοτεινιάζει ο ουρανός μένω ακίνητος και βλέπω την απειλή να μας πλησιάζει. . Έχει τη μορφή του Σατανά. . .πέφτω στα γόνατα και. . . . . . . . . . .
Sorry αν υπάρχει κανένας λάθος αλλά δεν άντεχα να το γράψω κι αυτό μόνος μου και το βρήκα έτοιμο και το έκανα copy paste. Για λάθη κοίταξα αλλά δεν ξέρω αν τα βρήκα όλα. Ελπίζω όμως...The images are from deviantart.

Και παιδιά... Ένα μεγάλο respect στον SAB687 για την απίστευτη φώτο όπως πάντα.